- ποικιλοεργός
- -όν, Μαυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς ἀνήρ... ἀμάρυγμα φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.)2. αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει έπειτα από μια σειρά πολλών και διαφορετικών εργασιών («ποικιλοεργὸς πήνη», Παύλ. Σιλ.)3. μτφ. αυτός που επινοεί ποικίλα τεχνάσματα, ο πανούργος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -εργός (< ἔργον) πρβλ. αγαθο-εργός].
Dictionary of Greek. 2013.